ΕΣΤΙΑ Η ΘΕΑ ΤΗΣ ΟΙΚΙΑΣ ΖΕΡΗΛΙΑ 3 Μαρτίου 2014 ΑΡΧΑΙΑ ΕΛΛΑΔΑ Εστία ήταν η μεγαλύτερη κόρη και το πρώτο παιδί του Κρόνου και της Ρέας, γι” αυτό και τέθηκε επικεφαλής όλων των μεγάλων Θεοτήτων. Προστάτιδα της οικογενειακής ευτυχίας, είχε ως ιερό της το κέντρο του σπιτιού και δεν της προσφερόταν μόνο η πρώτη, αλλά και η τελευταία θυσία σε κάθε γιορταστική σύναξη του ανθρώπου. Η Εστία, η Αθηνά και η Άρτεμη, ήταν οι μόνες Θεές που πάνω τους δεν είχε δύναμη η Αφροδίτη (που είχε υποτάξει το σύνολο Θεών και ανθρώπων) Η Εστία είναι μια από τις πιο αξιόλογες, σεβαστές και σεμνές μορφές του ελληνικού Δωδεκάθεου . Καλοσυνάτη και ευγενική Θεά, που εκφράζει το Ιερό Κέντρο του παντός, πράα και δίκαιη αποτελεί την προσωποποίηση του σπιτιού, το σύμβολο της οικίας της οποίας είναι προστάτιδα και κατ’ επέκταση της πιστής και γερά δεμένης οικογένειας. Η Εστία είναι η θεά της φωτιάς, είναι η ζωντανή φλόγα που καίει ασταμάτητα στο κέντρο του σπιτιού, του ναού, της πόλης.. Η Εστία καθαγίαζε ναούς και κατοικίες και μόνον με την παρουσία της. Η εστία στους ναούς, που ήταν η απεικόνιση της θεάς Εστίας, άναβε πάντα από το φως του Ηλίου, άρα έχει σχέση με τις τροπές του Ηλίου και μάλιστα με τηνχειμερινή τροπή όπου θεωρείται ότι γεννιέται ο Ηλιος. Σ’ αυτήν οι Έλληνες απέδιδαν την επινόηση της τέχνης για το χτίσιμο του πρώτου σπιτιού, καθώς επίσης και στην ενότητα που η ίδια αντιπροσώπευε, γι΄αυτό της είχαν αφιερώσει το κυριότερο μέρος της οικίας: εκεί δηλαδή που έκαιγε η φωτιά και συγκεντρώνονταν όλα τα μέλη της οικογένειας τριγύρω της. Σαν προστάτιδα της οικιακής ζωής και της οικογένειας, λάμβανε την πρώτη προσφορά σε κάθε θυσία στο σπιτικό, και στις ευωχίες οι πρώτες σπονδές γίνονταν προς τιμήν της, γι΄αυτό και η έκφραση «αφ’ Εστίας».αλλά δεν είχε δημόσια λατρεία. Εξαιτίας της γαλήνης, της πραότητας και της ηρεμίας που τη διέκρινε δε συμμετείχε ποτέ σε πολέμους ή διαμάχες. Οι επικλήσεις της «Πατρώα», «Ένοικος», «Σύνοικος», «Εφέστιος», «Πρυτανίτις», μας εγγυώνται την σταθερότητα αλλά και την μονιμότητα και την συνέχιση του βίου. Η Θεά Εστία λατρευόταν όμως και στο επίπεδο της Πολιτείας, ως άσβεστη «κοινή των πολιτών» ΕΣΤΙΑ , στο ανά κάθε Πόλη «Πρυτανείο», υπό την φροντίδα ειδικών ιερειών, των παρθένων «Εστιάδων». Η «Θεογονία» του Ησίοδου την παρουσιάζει αδελφή του Διός , της Ήρας, της Δήμητρας, τουΠοσειδώνα, και του Πλούτωνα,, θυγατέρα και «πρώτο τέκνο» του Κρόνου και της Ρέας «Ιστιη, ην πρώτην τέκετο Κρόνος αγκυλομήτης, Κι όμως νεώτερη ήταν με την βουλή του ασπιδοφόρου Δία» Αύτις δ’οπλοτάτην, βουλήι Διός αιγίοχοιο» «Εστία, αυτήν που γέννησε πρώτη ο Κρόνος. Ομηρικός Ύμνος στην Αφροδίτη Προστάτιδα της οικογενειακής ζωής, αρμονίας και ευτυχίας, προσωποποίηση της εντιμότητας και της σταθερότητας στο συζυγικό και οικογενειακό βίο. Ως πρωτότοκη κόρη του η Εστία είχε από την αρχή τεθεί επικεφαλής όλων των μεγάλων θεοτήτων και έτσι την τιμούσαν οι ποιητές. Κατά τον Όμηρο η Εστία, «ιστίη» όπως αναφέρεται στην Οδύσσεια, είναι αντικείμενο θρησκευτικού σεβασμού, την οποία επικαλούνται ως μάρτυρα των όρκων μαζί με τον Δία, που είναι απαραβίαστοι, και στους Ομηρικούς ύμνους όπως και στην Θεογονία εμφανίζεταιπεριβεβλημένη με ανθρωπομορφικό χαρακτήρα. Το όνομά της ετυμολογείται από το «εστάναι» (κατά τον Κορνούτο), ή από το «εύω» (ανάπτω), και ανέρχεται από πρωτο-ελληνική «εφέστια» θεότητα που βρίσκεται στην μέση του μυκηναϊκού μεγάρου. Η Εστία είναι το κέντρο της ανθρώπινής διαμονής στο Πάνθεον του Ολύμπου την ίδια εποχή που στον Ελληνικό Κόσμο κορυφώνεται η θεσμική σύνδεση Οίκου / Πόλεως. Από τη στιγμή που ο Δίας ανέλαβε τη βασιλεία του ουρανού, τον βοήθησε ουσιαστικά στην εξολόθρευση των Γιγάντων και στην οριστική εγκαθίδρυση της εξουσίας του. Ο Δίας εκτιμώντας την προσφορά της την ανακήρυξε θεά του Ολύμπου και της χάρισε το μοναδικό προνόμιο να μπορεί να έχει και να αποκτά οτιδήποτε θέλει και επιθυμεί με ή χωρίς τη μεσολάβησή του. Επιπλέον της παραχώρησε το δικαίωμα να τιμάται σ’ όλους τους ναούς των θεών ανεξαιρέτως κι ακόμη ο κάθε της βωμός να αποτελεί “κοινή εστία” για όλους τους Έλληνες, οι οποίοι της προσέφεραν τη πρώτη και την τελευταία θυσία σε κάθε γιορταστική σύναξη και στο όνομά της έδιναν τους πιο σημαντικούς όρκους. Στο κέντρο του σπιτιού βρισκόταν η εστία, ο βωμός όπου έκαιγε φωτιά προς τιμή της θεάς. Την 5η ή την 10η μέρα από τη γέννηση ενός παιδιού και ταυτόχρονα με την ονοματοδοσία, ελάμβανε χώρα η τελετουργία των “Αμφιδρομίων” με περιφορά του βρέφους γύρω από την εστία. Σήμαινε την αναγνώριση του νεογέννητου από τον πατέρα και είχε σκοπό να εντάξει το παιδί στο χώρο του Οίκου και να το συνδέσει με τη θεά, προστάτιδα της οικογένειας. Δίπλα στην εστία επίσης, έβαζαν να κάτσει ο ικέτης, αυτός που, όπως το υιοθετημένο παιδί, είναι εξόριστος από την πόλη του και αναζητά να ενταχθεί σε μία νέα ομάδα. Ο ξένος οδηγείται στην εστία γιατί δεν μπορεί να υπάρξει επαφή ή σχέση με κάποιον αν δεν έχει εισαχθεί πρώτα στον οικιακό χώρο. Είτε γεννημένος μέσα στον Οίκο λοιπόν, είτε ξένος-ικέτης, αναδεικνύεται η αναγκαιότητα για μία διαδικασία ένταξης στην οικογένεια με το άνοιγμα του οικιακού κύκλου και σύνδεσης με την οικογενειακή κοινότητα. Γι΄αυτό ήταν απαραίτητη η συμβολική αναγνώριση σαν μία ψυχική διαδικασία αποδοχής μέσα σ’ έναν οίκο. Η Ελληνίδα, σεβάσμια «παρθένα» Θεά, η συμμετοχή της «ηφαιστείας» φλόγας στην δημιουργία όχι ανθρώπων, αλλά Οίκων ανθρώ¬πων, εκφράζει την ευγένεια, την αρμονική συμβίωση, την ανθρώπινη αφιέρωση σε σκοπούς, την Οικογένεια, την Φροντίδα, την Ασυλία, την ελπίδα για συνέχιση των γενών. Είναι η δύναμη του τόπου και της Ομοήθειας, ο Ιερός Κύκλος των συν(γ)-κατοικούντων και συν-τρεφομένων, γι’ αυτό άλλωστε και οι αφιερωμένοι στη λατρεία της Ναοί ήσαν κατά κανόνα κυκλικοί. «ΤΟ Δ’ ΑΕΙΖΩΟΝ ΠΥΡ ΑΠΟΔΕΔΟΤΑΙ ΤΗι ΕΣΤΙΑι ΔΙΑ ΤΟ ΚΑΙ ΑΥΤΟ ΔΟΚΕΙΝ ΕΙΝΑΙ [ΟΝ], ΤΑΧΑ Δ’ ΕΠΕΙ ΤΑ ΠΥΡΑ ΕΝ ΚΟΣΜΩι ΠΑΝΤΑ ΕΝΤΕΥΘΕΝ ΤΡΕΦΕΤΑΙ ΚΑΙ ΔΙΑ ΤΑΥΤΗΝ ΥΦΕΣΤΗΚΕΝ Η ΕΠΕΙ ΖΕΙΔΩΡΟΣ ΕΣΤΙ ΚΑΙΖΩΩΝ ΜΗΤΗΡ, ΟΙΣ ΑΙΤΙΟΝ ΤΟΥ ΖΗΝ ΤΟ ΠΥΡΩΔΕΣ ΕΣΤΙ. ΣΤΡΟΓΓΥΛΗ ΔΕ ΠΛΑΤΤΕΤΑΙ ΚΑΙ ΚΑΤΑ ΜΕΣΟΥΣ ΙΔΡΥΕΤΑΙ ΤΟΥΣ ΟΙΚΟΥΣ» («το δε αείζωον πυρ έχει αποδοθεί στην Εστία επειδή και αυτό φαίνεται να είναι ον, ίσως επειδή όλα τα πυρά στον κόσμο από δω τρέφονται και χάρη σ’ αυτήν πήραν την υπόστασή τους, ή επειδή είναι ζωοδότρα και μητέρα των ζώων,στα οποία αίτιο ζωής είναι το πυρώδες. Και απεικονίζεται στρογγυλή και ο βωμός της στήνεται στο μέσον κάθε σπιτιού»). «ΤΑΥΤΗΝ ΜΕΝ ΓΑΡ ΔΙΑ ΤΟ ΕΣΤΑΝΑΙ ΔΙΑ ΠΑΝΤΟΣ ΕΣΤΙΑΝ ΠΡΟΣΗΓΟΡΕΥΣΑΝ ΟΙ ΠΑΛΑΙΟΙ [Η ΔΙΑ ΤΟ ΤΑΥΤΗΝ ΥΠΟ ΤΗΣ ΦΥΣΕΩΣ ΕΣΩΤΑΤΩι ΤΕΘΕΙΣΘΑΙ Η ΔΙΑ ΤΟ ΕΠ” ΑΥΤΗΣ ΩΣΑΝΕΙ ΕΠΙ ΘΕΜΕΛΙΟΥ ΤΟΝ ΟΛΟΝ ΕΣΤΑΝΑΙ ΚΟΣΜΟΝ]» («Οι αρχαίοι είπαν αυτήν Εστία διότι έχει σταθεί οριστικά [ή διότι έχει τεθεί αυτή από τη φύση στο εσώτατο σημείο, ή διότι όλος ο κόσμος έχει τοποθετηθεί επάνω σε αυτήν ωσάν επάνω σε θεμέλιο]»). Και συνεχίζει: «ΠΑΡΕΙΣΑΓΕΤΑΙ ΤΕ ΠΑΡΘΕΝΟΣ ΔΙΑ ΤΟ ΤΗΝ ΑΚΙΝΗΣΙΑΝ ΜΗΔΕΝΟΣ ΕΙΝΑΙ ΓΕΝΝΗΤΙΚΗΝ -ΚΑΙ ΤΟΥΤΟΥ ΧΑΡΙΝ ΚΑΙ ΥΠΟ ΠΑΡΘΕΝΩΝ ΝΕΩΚΟΡΕΙΤΑΙ» («και παρουσιάζεται παρθένα διότι η ακινησία τίποτε δεν γεννά -και χάριν τούτου υπηρετείται από παρθένους»). Το Εφέστιο Ιερό Πυρ, για τους Έλληνες αποτελεί ένα ηθικό ον. Λάμπει, ζεσταίνει και μαγειρεύει την ιερή τροφή, όμως ταυτόχρονα «σκέπτεται» και έχει ολοκληρωμένη συνείδηση. Γνωρίζει τα καθήκοντα των ανθρώπων και επιβλέπει την εκπλήρωσή τους. Θα μπορούσαμε να το ονομάσουμε και «ανθρώπινο», γιατί κατέχει τη διπλή ανθρώπινη φύση, αφού σε υλικό επίπεδο, αναφλέγεται, κινείται, ζει, παρέχει αφθονία, ετοιμάζει τα γεύματα, τρέφει το σώμα και σε ψυχικό επίπεδο εκδηλώνει συναισθήματα και αγάπη, δίνει στον άνθρωπο αγνότητα, επιβάλλει το κάλλος και το αγαθό, τρέφει την ψυχή. Υπό αυτή την οπτική, σε κάθε οργανωμένη εγκατοίκηση (Οίκος, Πόλις) υπήρχε πάντοτε μια αρμόδια «Ιερά Εστία», ως φυσικό άγαλμα της Θεάς. Εκεί έπρεπε να βρίσκονται πάντα μερικά αναμμένα κάρβουνα και λίγες στάχτες και ο ιδιοκτήτης κάθε Οίκου και οι «Εστιάδες» ιέρειες στην πολιτειακή λατρεία της Θεάς, είχαν ιερή υποχρέωσηνα διατηρούν αυτό το πυρ άσβεστο ημέρα και νύχτα και συμφορές αναμένονταν στο σπίτι ή την Πόλη όπου έσβηνε το Ιερό Πυρ. Στον «Ορφικό» ύμνο της Θεάς, αυτή χαιρετίζεται ως ακολούθως. «Εστία ευδυνάτοιο Κρόνου θύγατερ βασίλεια, η μέσον οίκον έχεις πυρός αενάοιο, μεγίστου, τούσδε συ εν τελεταίς οσίους μύστας αναδείξαις, θεισ’ αιειθαλέας, πολυόλβους, εύφρονας, αγνούς οίκε Θεών μακάρων, θνητών στήριγμα κραταιόν, αιδίη, πολύμορφε, ποθεινοτάτη, χλοόμορφε μειδιόωσα, μάκαιρα, ταδ’ ιερά δέξο προθύμως, όλβον επιπνείουσα και ηπιόχειρον υγείαν» Ντροπαλή και σεμνή, συνεσταλμένη και κλειστή στις επαφές της με τους άλλους θεούς αμετάκλητη στις αποφάσεις και τις αρχές της εμφανιζόταν από την αρχή αρνητική τόσο στην ιδέα του γάμου, και του έρωτα παρόλο που πολλοί αντάξιοί της θεοί την είχαν προσεγγίσει όπως ο Ποσειδώνας και ο Απόλλωνας που ένθερμα είχαν εκδηλώσει το θαυμασμό και το ενδιαφέρον τους γι’ αυτήν. Εκείνη δεσμευμένη με τον όρκο της αιώνιας παρθένας και ταγμένη στην υπηρεσία του σπιτιού και της οικογένειας, είχε συνειδητά αποβάλει κάθε ερωτική σκέψη και διάθεση που θα μπορούσε να προδώσει τον όρκο της. Αγγίζοντας το κεφάλι του ασπιδοφόρου Διός, όρκο μεγάλο έδωσε που ήταν και τελεσίδικος, παντοτινά να είναι παρθένα. Τότε ο Ζευς αντί για γάμο της έδωσε την μέγιστη τιμή, να κάθεται στο μέσον του σπιτιού απολαμβάνοντας την μεγαλύτερη μερίδα. Και, σε όλους τους Ναούς των Θεών είναι τιμιούχος και για όλους τους θνητούς η πρέσβειρα είναι των Θεαινών. Οι αναφορές σ’ αυτήν περιορίζονται σ’ ένα μύθο που βρίσκουμε στον Ομηρικό Ύμνο για την Αφροδίτη, ο οποίος αναφέρει πως ο Ποσειδών και ο Απόλλων την ζήτησαν σε γάμο, όμως αυτή δεν ήθελε και αρνήθηκε σθεναρά. Ο Απόλλων, ο Ήλιος που όλη μέρα την θαυμάζει ερωτικά, δεν είναι ποτέ δυνατόν να την φτάσει διότι βυθίζεται στον Ωκεανό. Έτσι και ο Ποσειδών που αγαπά την Εστία, η οποία διαβρέχεται από τα κύματά του, μόλις που αγγίζει το θείο σώμα της. Είναι δε απαγορευμένο να εισδύσει στον κόλπο της Γής, μέχρι την πηγή του πυρός όπου διαμένει η Θεά. Οι Στωϊκοί εξέφρασαν παραπλήσια με αυτή ιδέα, λέγοντας ότι η Εστία είναι παρθένος διότι η ακινησία δεν είναι ποτέ δυνατόν να γεννήσει. Η Εστία είναι μια θεά με σταθερές ιδέες, “πιστεύω” και ιδανικά. Καμιά ερωτική πολιορκία δεν μπορούσε να την κάνει να υποκύψει και καμιά κατάσταση δεν μπορούσε να την εξαπατήσει, να την ξεγελάσει ή και να την απομακρύνει από τον κυριότερό της στόχο: την εξ΄ολοκλήρου αφιέρωσή της στην προστασία της οικογενειακής ευημερίας και θαλπωρής, στη διαφύλαξη και προάσπιση της σταθερότητας και της ιερότητας του γάμου, της οικογένειας, του σπιτιού. Δίκαιη και φιλάνθρωπη και για το λόγο αυτόν αφιερωμένη σ’ αυτό που πρέσβευε, η θεά δεν κλείσθηκε και οι αρμοδιότητες της δεν οριοθετήθηκαν μ μόνο μέσα στα στενά πλαίσια του σπιτιού. Η εύνοια και οι διαστάσεις της και οι δικαιοδοσίες πολύ γρήγορα επεκτάθηκαν, με αποτέλεσμα σταδιακά ως θεά να αντιπροσωπεύει όχι μόνο το κέντρο του σπιτιού, αλλά και της γης, και ολόκληρου του σύμπαντος. Το Ιερό χρώμα της Θεάς Εστίας είναι το λευκό και σύμβολά της η οικιακή πυρά «εστία», φυσικό άγαλμα , ο πέπλος, και ο φλεγόμενος κύκλος, που συμβολίζει τη συνείδηση του Εαυτού, την πληρότητα, την αιωνιότητα και την ενοποίηση του πολλαπλού. Η Εστία, αντίθετα με τις άλλες θεότητες του Ολύμπου, χαρακτηρίζεται από μια στατικότητα, καθώς παραμένει αμετακίνητη στον Όλυμπο.Ωστόσο, παρά την εξωτερική της αυτή ακινησία , ο εσωτερικός της κόσμος είναι ζωντανός και δυναμικός, γι΄αυτό και η Εστία είναι το αρχέτυπο της αυτοσυγκέντρωσης. Η θηλυκή διάσταση της Εστίας αποτελεί τις βασικές αξίες που καλλιεργούνται και είναι η σιωπή ,η σεμνότης, η περισυλλογή, αξίες που οδηγούν στον δρόμο προς τις κρυμμένες ψυχικές διαστάσεις. Οι πρώτοι Έλληνες έδωσαν το όνομα στην Θεά Εστία όχι τόσο από τον ακίνητο λίθο που βρισκόταν στο μέσον της οικίας τους και χρησίμευε για να υποβαστάει την φωτιά αλλά από την ίδια την φωτιά. Το οικιακό πυρ είχε ουράνια καταγωγή, άλλωστε ανερχόταν από τους κοινούς βωμούς στον ουρανό ως κομιστής των ευχών και των προσφορών των ανθρώπων, οι οποίοι με αυτόν τον τρόπο συν-κοινωνούν με τους Θεούς. Στην θυσία, η γέννηση και η λαμπρή ενέργεια αυτής ήταν αναπόσπαστες συνθήκες της λατρείας των άλλων ουρανίων δυνάμεων, οι οποίες μόνο με την πρόσκληση αυτής γίνονται. Η Εστία, πρώτη από τους Θεούς αποκάλυψε την παρουσία της φωτιάς στην Γή. Ίσως, γι’ αυτό τίθεται στην αρχή της γενεαλογίας. Η ιερή σημασία της λέξης Εστία φαίνεται απονεμημένη ως προς το Ιερό Πυρ που ανάβει για τις θυσίες. Στις θρησκευτικές δοξασίες των Ελλήνων έμειναν αυτές οι αναμνήσεις της αρχαίας ταυτότητας της Εστίας προς την ακτινοβόλο εστία του Βωμού. Σε όλα τα Ιερά αντιπροσωπεύει το Ιερό Πυρ, που καίει προς τιμήν της θεότητος που κατοικεί σ’ αυτό. Η Εστία λοιπόν είναι η ιερή φωτιά που δημιουργεί το φως, τη θερμότητα και εξαγνίζει τον τόπο όπου καίει αυτή η φωτιά, ο συμβολισμός της οποίας συνδέεται με τη γνώση και τη συνειδητοποίηση. Η φωτιά είναι το κατεξοχήν μεταπλαστικό στοιχείο, κάτι πολύ σημαντικό, διότι ένα από τα πρωτεύοντα καθήκοντα του ανθρώπου είναι η μεταμόρφωσή του. Η φωτιά συμβολίζει τη δύναμη και αντιπροσωπεύει δύο αντίθετες πλευρές της ζωής: δίνει ζωή με τη ζεστασιά της , αναζωογονεί, ζωντανεύει, εξαγνίζει ,ατσαλώνει εάν κρατήσουμε τις αποστάσεις αλλά αν πλησιάσουμε υπερβολικά θα καούμε και μπορεί να πεθάνουμε. Ο βωμός της στους Δελφούς ήταν η «Κοινή Εστία» των Ελλήνων, από εκεί άναβε η φωτιά των Ναών, η οποία δεν έσβηνε ποτέ . Στο Ιερό του Δελφικού Απόλλωνος υπήρχε βωμός της Εστίας, αντικείμενο ιδίου σεβασμού, μέσα από τον οποίο έβλεπαν την «ΚΟΙΝΗ ΕΣΤΙΑ » της Ελλάδος και του κόσμου. Εκεί έκαιγε το «ἀθάνατον Κεντρικό ΠΥΡ» , η αιωνία εστία, η αρχή πάσης γήινης ζωής, από ξύλα δάφνης και ελάτης από την οποίαν άναπτε το πυρ των ναών κάθε ελληνικής πόλης. Ο Γάλλος συγγραφέας Martin αναφέρει πως «Η Εστία των Δελφών λαμβάνεται κατέχουσα επί της κυκλικής και ομαλής επιφάνειας της Γής και υπό τον θόλο του ουρανού, θέση όμοια της οικιακής εστίας,η οποία καλείται εξαιτίας τούτου «Μεσομφάλου» , ως κατεχούσης το μέσον του ορόφου στις παλαιές οικίες της Ελλάδος. Μέσα στον ναό των Δελφών, δίπλα από την Ιερή Εστία, βρισκόταν ο λίθος ομφαλός, ο οποίος αναμφίβολα υποτίθεται πως έδειχνε το ακριβές σημείο του γήινου δίσκου». Αυτή η θρησκευτική ιδέα της Εστίας, εξερχόμενη από την κατοικία της οικογενείας, με τον τρόπο που επεκτάθηκε σ’ όλο τον κόσμο, απέκτησε κοσμογραφικό χαρακτήρα μεταβάλλοντας την αρχική φύση αυτής της θεότητας. Η φιλόξενη τράπεζα που αναφέρει ο Πλούταρχος ήταν η κυκλική τρίποδη τράπεζα καλούμενη Εστία της οποίας ο δίσκος ήταν η ακριβής απομίμηση του γήινου δίσκου, «μίμημα Γής». Ό κοινός βωμός εκάστης πόλεως στο κέντρο της , το πρυτανείο, που έσβηνε μόνο όταν η πόλη βρισκόταν σε κίνδυνο, ήταν άσυλο ιερό των Ικετώνκαι τόπος υποδοχής δια τους ξένους. Οι Αρκάδες είχαν και ιδίαν κοινή εστία στην Τεγέα. Από το άσβεστο πυρ της εστίας ταύτης ελάμβαναν και το πυρ, το οποίο χρησίμευε δια τις κατά τις εκστρατείες θυσίες και το πυρ το όποιο προορίζονταν να μεταφερθεί υπό τους άποικους στην νέα τους πατρίδα δια να ανάψουν την εστία αυτής . Ο συνδυασμός της Εστίας και του Ερμού στα μνημεία της τέχνης και της ελληνικής ποιήσεως μαρτυρεί πως υπάρχει σχέση μεταξύ τους. Ο Ερμής ήταν ο αληθινός εφευρέτης των θυσιών, ανάβοντας την πρώτη Φωτιά πάνω στη Γή, προς τιμήν των Θεών. Στις σπάνιες απεικονίσεις της η Εστία εμφανίζεται συνήθως μαζί με τον Ερμή με τον τρόπο που την σμίλεψε ο Φειδίας στο βάθρο του μεγάλου αγάλματος του Διός στην Ολυμπία μαζί με τους δώδεκα Θεούς, όπως μας περιγράφει ο Παυσανίαςστα Ηλιακά του, και σίγουρα δεν αποτελεί μία καλλιτεχνική έμπνευση αλλά απεικονίζει βαθύτατες ,φιλοσοφικές έννοιες. Ο Ομηρικός Ύμνος στην Εστία περιλαμβάνει μια εξάστιχη επίκληση στον Ερμή όπου ο ποιητής αναφέρεται δύο φορές στα αισθήματα φιλίας που νιώθει ο ένας για τον άλλον, και την στενή σύνδεσή τους , ενώ ο Παυσανίας μας ενημερώνει στα Αττικά υπήρχε βωμός,στο «Αμφιαράειον» του Ωρωπού, ο οποίος ήταν χωρισμένος σε τμήματα. Στο τρίτο τμήμα μοιράζονταν τις προσφορές η Εστία και ο Ερμής Ερμή, καθώς και μια εορτή στις Φάρες της Αχαΐας: «Εστίη η πάντων εν δώμασιν υψηλοίσιν Αθανάτων τε Θεών χαμαί ερχομένων τ’ ανθρώπων Έδρην αίδιον έχαλχες πρεσβηίδα τιμήν Καλόν έχουσα γέρας και τιμήν. Ου γαρ ατερ σου Ειλαπίναι θνητοίσιν ιν’ ου πρώτη πυμάτη τε Εστίη αρχόμενος σπένδει μελιηδέα οίνον Και συ μοι Αργειφόντα Διός και Μαιάδος θιέ Άγγελε των μακάρων χρυσόρραπι δώτορ εάων, Ναίετε δώματα καλά, φίλα φρεσίν αλλήλοισιν Ίλαος ως επάρηγε συν αιδοίη τε φίλη τε Εστίη. Αμφότεροι γαρ επιχθονίων ανθρώπων. Ειδότες έργματα καλά νόω θ’ έσπεσθε και ήβη. Χαίρε Κρόνου θύγατερ, συ τε και χρυσόρραπις Ερμής. Αυτάρ εγών υμέων τε και άλλης μνήσομ’ αοιδής» Εστία, που στα ψηλά δώματα όλων των αθανάτων Θεών και των ανθρώπων που βαδίζουνε χάμου στη γη, Αθάνατη έδρα σούλαχε αξίωμα πρεσβυτικό, Ωραίο βραβείο νά χεις και τιμή. γιατί δίχως εσένα οι θνητοί Δεν κάνουνε συμπόσια, όπου κανείς με πρώτη και τελευταία την Εστία, να μην αρχίζει την σπονδή με οίνο μελίγευστο. Και σύ εμένα γιέ του Δία και της Μαιάδος Αργειφόντη Αγγελιοφόρε των μακαρίων, χρυσόραβδε δοτήρα αγαθών Όντας ελεήμων βοήθησε μαζί με τη σεμνή και αγαπημένηΕστία, γιατί και οι δύο εσείς στων γήινων ανθρώπων Μένετε τα ωραία δώματα με φιλική ανάμεσα σας διάθεση, Και τα έργα τους γνωρίζοντας τους ανταμοίβετε με νου και ήβη. Χαίρε του Κρόνου θυγατέρα εσύ και ο χρυσόραβδος Ερμής. Αλλά εγώ εσάς και μ’άλλη μου ωδή θα υμνήσω. Επί πολύ χρόνο δεν είχε εικόνα, οι δε άνθρωποι αρκούνταν να προσφέρουν θυσία σε αυτή επί του βωμού της, ένθα άσβεστο διατηρούνταν το ιερό της πυρ (Παυσ. II. 35.2). Πρώτον είδωλο της υπήρξε η απεικόνιση της ως αειζώου και ζωογόνου φλογός. Από αυτά είναι , ένα στο πρυτανείο των Αθηνών, όπου ήταν οι νόμοι του Σόλωνος και το άγαλμα της Ειρήνης, στην αρχαία Ολυμπία, έργον του Αργείου Γλαύκωνος, ένα στην Πάρο αξιόλογου τέχνης, το όποιον ο αυτοκράτωρ Τιβέριος άρπαξε και το αφιέρωσε στον ναό της Ομονοίας, στην Ρώμη ,όπου υπάρχει και ένα άλλο άγαλμα , έργο του Σκόπα. Η Εστία απεικονίζονταν συνήθως κρατούσα κλείδα και σκήπτρο ή πυρσό στη μία και δόρυ στην άλλη χείρα. Γύρω από την καθήμενη Εστίας ήταν δύο λυχνοστάτες υποβαστάζοντας τις καίουσες λυχνίας, σύμβολο της πύρινης φύσεως της θεάς. Πάντα τα αγάλματα αυτής, είχαν την μορφή σοβαρά και αξιοπρεπή και εξέφραζαν κατάσταση πλήρους ακινησίας, ανταποκρινόμενη προς την περί αυτής ιδεολογία των Ελλήνων. Στην Ολυμπία απεικονίζονταν η Εστία, μεταξύ Ερμή και Έρωτος, και εις το βάθρο του αγάλματος του Διός. Από τα διασωθέντα αγαλμάτά της τα καλύτερα είναι η Εστία του μεγάρου Ιουστινιάνι στην Χίο. Η απλότητα του ενδύματος, το οποίο καλύπτει ολόκληρο το σώμα, η ακαμψίατου υφάσματος του χιτώνα, το πέπλο που πέφτει στους ώμους της, η απεριποίητη κόμη και η αυστηρή φυσιογνωμία του αγάλματος παράγουν μίαν εντύπωση θρησκευτικής σεμνότητας. Σε αυτή την ήρεμη απεικόνιση προσδίδει φαινομενική μόνο κίνηση ο αριστερός βραχίονας , που δείχνει τον ουρανό, απ΄όπου ήλθε το ιερό πυρ της Εστίας. Από τις ελάχιστες δε διασωθείσες αγγειογραφίες, στις οποίες απεικονίζεται , είναι η επί του αγγείου του Σωσίου, στο οποίο η Εστία κρατά φιάλη πλησίον της Αμφιτρίτης και βρίσκεται στο Μουσείο του Βερολίνου. ΤΟΠΟΙ ΛΑΤΡΕΙΑΣ ΤΗΣ ΕΣΤΙΑΣ Όπως δια την Γαία πάς εσπαρμένος αγρός ήταν και βωμός λατρείας αυτής, ούτω και πας τόπος στον οποίον άναπταν πυρ ήταν βωμός της Εστίας. Ιδίως όμως ιεροί δι’ αυτήν τόποι ήσαν τα πρυτανεία των πόλεων πλησίον των οποίων υπήρχαν οι βωμοί της, στους όποίους οι πρυτάνεις τελούσαν κατά πρώτον θυσία και έπειτα στους βωμούς των άλλων θεών, και εστίες των οικιών, το άσυλο παντός ξένου. Ως αρχαιότατος τόπος λατρείας της μνημονεύεται από τον Πίνδαρου η Τένεδος. Ο βωμός της Εστίας με το ιερό πυρ στους Δελφούς, ήταν η κοινή εστία της Ελλάδος, επειδή οι Δελφοί θεωρούνται ο ομφαλός της γης, από εκεί άναβε η φωτιά όλων των Ναών. ΠΗΓΗ: http://archaia-ellada.blogspot.gr/2014/02/blog-post_6.html