Μέχρι ένα ορισμένο σημείο, η έλλειψη εμπιστοσύνης λειτουργεί ως μέσο επιβίωσης και αυτοπροστασίας.

Η ικανότητα να διακρίνουμε μεταξύ αξιόπιστων και αναξιόπιστων ανθρώπων, καθώς και τα όρια στην εμπιστοσύνη, είναι βασικές προϋποθέσεις προκειμένου να μην γινόμαστε συνένοχοι στην εκμετάλλευσή μας[1].

Τα προβλήματα και η «παράνοια» ξεκινούν όταν η επιφυλακτικότητα γίνεται καχυποψία που μας οδηγεί να ζούμε μέσα στο φόβο και τον κυνισμό, εμποδίζοντάς μας να εμπιστευτούμε ακόμα και αξιόπιστους ανθρώπους.

Τα καλά νέα είναι ότι, για όποιον το επιθυμεί και αναγνωρίζει τη δυσκολία του να εμπιστευτεί, η βλάβη στην εμπιστοσύνη είναι αναστρέψιμη.

ΠΟΥ ΟΦΕΙΛΕΤΑΙ Η ΒΛΑΒΗ ΣΤΗΝ ΕΜΠΙΣΤΟΣΥΝΗ;

Η αντίληψη ότι η εμπιστοσύνη είναι επικίνδυνη προκύπτει μέσα από εμπειρίες του παρελθόντος τις οποίες έχουμε νοηματοδοτήσει ως προδοσίες ή καταστάσεις αυξημένης ανασφάλειας.

Στην ενήλικη ζωή, τέτοιες εμπειρίες είναι οι ασθένειες και τα ατυχήματα, η οικονομική αβεβαιότητα, η απώλεια αγαπημένου προσώπου από χωρισμό ή θάνατο, καθώς και εμπειρίες όπως η σεξουαλική επίθεση, ο βιασμός και η συναισθηματική ή σωματική κακοποίηση.

Στην παιδική ηλικία, που είμαστε περισσότερο ευάλωτοι από την άποψη των μέσων που διαθέτουμε για να κατανοήσουμε και ερμηνεύσουμε όσα μας συμβαίνουν, οι εμπειρίες που προκαλούν βλάβη στην εμπιστοσύνη είναι εκείνες που γίνονται αντιληπτές ως έλλειψη αγάπης.

Πίσω από την καχυποψία η μεγάλη προδοσία

Ο πιο αποτελεσματικός τρόπος καταστροφής της αίσθησης ασφάλειας και εμπιστοσύνης, είναι η βίωση τραυματικών εμπειριών στη σχέση μας με τους ανθρώπους που μας μεγάλωσαν, όπως η έλλειψη αποδοχής, η παραβίαση των ορίων και η εγκατάλειψη ή κακοποίηση.

Το μάθημα ζωής που παίρνουμε όταν διαπιστώνουμε ότι εκείνοι από τους οποίους εξαρτάται η ζωή μας δεν μπορούν ή δεν θέλουν να ικανοποιήσουν τις ανάγκες μας, είναι ότι οι άνθρωποι είναι αναξιόπιστοι – ότι δεν κάνουν αυτό που αναμένεται να κάνουν ή δεν νοιάζονται αρκετά για εμάς ώστε να το κάνουν.

Επιπλέον, το μεγάλωμα σε ένα περιβάλλον το οποίο αντιλαμβανόμαστε ως εχθρικό και απειλητικό, μας προσανατολίζει στην αναζήτηση και εξεύρεση τρόπων αυτοπροστασίας – μια απολύτως λογική απόκριση στο τραύμα, αλλά και μια πρώτης τάξεως εκπαίδευση στο να είμαστε διαρκώς καχύποπτοι και ετοιμοπόλεμοι.

Τις περισσότερες φορές, αν οι κατοπινές εμπειρίες της ζωής δεν μας αλλάξουν δραματικά, η αίσθηση της παιδικής προδοσίας παραμένει σχεδόν αδιαφοροποίητη.

Ως ενήλικες, εξακολουθούμε να σχετιζόμαστε από την ίδια θέση ανασφάλειας και έλλειψης εμπιστοσύνης, την οποία διαμορφώσαμε εντός των πρώτων μας σχέσεων: μας φοβίζει η οικειότητα με τους άλλους, ζητάμε επίμονα να μας αποδείξουν την αγάπη τους ή τους κρατάμε σε απόσταση.

Είμαστε πεπεισμένοι ότι ο ευκολότερος και συντομότερος δρόμος να απογοητευτούμε ή πληγωθούμε, είναι να αφήσουμε τους άλλους να μας πλησιάσουν. Η εμπειρία μας λέει ότι η εμπιστοσύνη σημαίνει προδοσία.

Πίσω από τις παρερμηνείες η εσφαλμένη μέθοδος

Η βλάβη στην εμπιστοσύνη θολώνει την όρασή μας και διαστρεβλώνει συναισθήματα, γεγονότα και συμπεριφορές.

Καθώς προσπαθούμε να βγάλουμε νόημα από όσα βιώνουμε, τείνουμε να κάνουμε αρνητικές ερμηνείες σε αντιστοιχία με τις αρνητικές εμπειρίες μας και κάθε φορά που καταλήγουμε με μια αρνητική διαπίστωση, επιβεβαιώνουμε και ενισχύουμε περαιτέρω αυτή την τάση.

Μάλιστα, νιώθουμε μια «σαδομαζοχιστική» ικανοποίηση όταν μπορούμε να πούμε «στα ‘λεγα εγώ», τις φορές που μια αρνητική εξέλιξη την οποία υποτίθεται είχαμε προβλέψει, επιβεβαιώνεται από τις συνθήκες.

Οι προβλέψεις μας, ωστόσο, στερούνται αξιοπιστίας και εγκυρότητας γιατί η μέθοδος παρατήρησης και ανάλυσης που χρησιμοποιούμε είναι ερασιτεχνική – σχεδόν μεταφυσική.

Είτε βλέπουμε τα ασήμαντα ως σημαντικά και ασυνήθιστες καταστάσεις σαν να επιβεβαιώνουν τους συνήθεις φόβους μας, είτε κάνουμε τόσες πολλές απαισιόδοξες προβλέψεις που κάποιες από αυτές γίνονται πραγματικότητα έστω κατά τύχη, είτε, τέλος, προκαλούμε οι ίδιοι τα πράγματα να πάνε στραβά με το να είμαστε δυσάρεστοι και ανταγωνιστικοί προς τους άλλους[2].

Από την άλλη, πάλι με βάση την «αντιεπιστημονική» μας μέθοδο, καταλήγουμε στο συμπέρασμα ότι δικαιούμαστε να παραπονιόμαστε για όλα τα στραβά που συμβαίνουν στη ζωή μας, σαν να μην αντιμετωπίζουν όλοι οι άνθρωποι παρόμοια προβλήματα, παρά μόνο εμείς, οι «εκλεκτοί» της δυστυχίας.

Η σύγχυση μεταξύ φαντασίας και πραγματικότητας είναι φανερή. Μπερδεύουμε τις σκέψεις με τις πράξεις και το μέσα με το έξω[3], με αποτέλεσμα να αποδίδουμε αιτίες και να κάνουμε ερμηνείες εξωτερικών γεγονότων, βασιζόμενοι αποκλειστικά στη συναισθηματική μας κατάσταση.

Για παράδειγμα, αν για κάποιο λόγο αισθανθούμε ταραγμένοι, αβέβαιοι ή φοβισμένοι, είμαστε ικανοί να αποδώσουμε αυθαίρετα τα συναισθήματά μας στο ότι ο σύντροφός μας σχεδιάζει να μας εγκαταλείψει.

Πίσω από την έλλειψη πίστης στους άλλους η έλλειψη πίστης στον εαυτό

Η μη ικανοποίηση των πρώιμων αναγκών μας ή η ελλιπής ικανοποίησή τους, δεν βλάπτει μόνο την ικανότητα να εμπιστευόμαστε τους άλλους, αλλά κλονίζει και την εμπιστοσύνη προς τον ίδιο μας τον εαυτό[4].

Η υποψία ή βεβαιότητα ότι έχουμε κάποιο εγγενές ελάττωμα το οποίο εμπόδισε τους φροντιστές μας να μας αγαπήσουν και, άρα, προκάλεσε την προδοσία μας, έχει εγγραφεί στη μνήμη μας και δεν μας εγκαταλείπει ποτέ.

Όλες οι μέθοδοι αναπλήρωσης που χρησιμοποιούμε, από τη μεγαλομανία και τον εγωκεντρισμό μέχρι την άσκηση δύναμης, είναι απλώς αμυντικές μανούβρες που στόχο έχουν να ενισχύσουν φαντασιακά τη χαμηλή μας αυτοεκτίμηση.

Έτσι, ο φόβος να εμπιστευτούμε τους άλλους, υποκρύπτει επιπλέον το φόβο ότι στερούμαστε τα ψυχικά αποθέματα ή τις ικανότητες να διαχειριστούμε ένα ενδεχόμενο «κακό», αλλά και το φόβο ότι μια νέα «προδοσία» θα ανακινήσει τα επώδυνα συναισθήματα πόνου και ντροπής που συνοδεύουν την πάγια αίσθηση ότι είμαστε ανάξιοι να αγαπηθούμε.

Προφανώς, κανένας άνθρωπος δεν θέλει να πληγωθεί, αλλά, λόγω της έλλειψης πίστης στην αξία μας, η δική μας επιφυλακτικότητα έχει εξωθηθεί στα άκρα.

VIVI 2

ΠΩΣ ΑΠΟΚΑΘΙΣΤΑΤΑΙ Η ΒΛΑΒΗ ΣΤΗΝ ΕΜΠΙΣΤΟΣΥΝΗ;

Η διαδικασία αποκατάστασης της σχέσης μας με την εμπιστοσύνη μπορεί να ξεκινήσει μόνο εφόσον αναγνωρίσουμε την προβληματική φύση της.

Το πρώτο βήμα είναι να συνειδητοποιήσουμε και αποδεχτούμε ότι χρησιμοποιούμε την έλλειψη εμπιστοσύνης αμυντικά, ως μέσο διαχείρισης των φόβων και ανασφαλειών μας, κι ότι αυτό το μέσο είναι, πλέον, δυσλειτουργικό, ανεπίκαιρο και, εν πολλοίς, άχρηστο.

Στη συνέχεια, ανοίγει ο δρόμος για τα επόμενα βήματα:

Αποσυνδέουμε το παρόν από το παρελθόν

Θα χρειαστεί να αποσυνδέσουμε το «εδώ και τώρα» από το «εκεί και τότε», δηλαδή να αποσυνδέσουμε την εμπειρία της εκάστοτε σχέσης που ζούμε στο παρόν, από εκείνα που φέρνουμε στη σχέση λόγω της ιστορίας μας.

Για να συμβεί αυτό, θα πρέπει να βρούμε τρόπο να χαλιναγωγήσουμε την τάση μας να αποδίδουμε στους ανθρώπους με τους οποίους σχετιζόμαστε σήμερα, τις προθέσεις, τα κίνητρα και τις συμπεριφορές εκείνων που μας πλήγωσαν στο παρελθόν.

Αποσυνδέουμε το μέσα από το έξω

Πρέπει να καταλάβουμε ότι τα πράγματα δεν είναι πάντοτε έτσι όπως τα αισθανόμαστε ή φανταζόμαστε.

Για παράδειγμα, η απειλή που νιώθουμε από την κακία, ανεντιμότητα, αναξιότητα ή διπροσωπία των άλλων, πολλές φορές, είναι απλώς οι προβολές προς τα έξω όσων αντιλαμβανόμαστε ως δικά μας αρνητικά χαρακτηριστικά[5].

Θα βοηθούσε ίσως να παρατηρούμε από κάποια απόσταση τους φόβους μας και, αντί αυτόματα να δεχόμαστε τις «παρανοϊκές» σκέψεις μας, να τις αξιολογούμε. Έτσι, θα μπορούσαμε να μειώσουμε σημαντικά την αίσθηση ότι είμαστε αβοήθητοι και να θέσουμε υπό έλεγχο την καχυποψία μας[6].

Καταπολεμούμε τη μυστικοπάθεια

Έχει μεγάλη αξία να τολμούμε να μιλάμε γύρω από την εμπειρία μας. Το να μην εκφράζουμε τις επιφυλάξεις ή αγωνίες μας και το να μην αποκαλύπτουμε στους άλλους ότι αισθανόμαστε αβέβαιοι ή ευάλωτοι, είναι οι πλέον σίγουροι τρόποι για να αυξήσουμε την καχυποψία και τις «παρανοϊκές» σκέψεις[7].

Μια ιδέα είναι να μοιραζόμαστε τη δυσκολία μας με τον άνθρωπο που σχετιζόμαστε, λέγοντας κάτι του τύπου: «Ξέρεις, έχω θέμα με την εμπιστοσύνη. Έχω ζήσει πράγματα που έχουν κλονίσει σοβαρά την ικανότητά μου να εμπιστεύομαι».

Αντιστεκόμαστε στον εγωκεντρισμό μας

Είναι δύσκολο, αλλά πρέπει να προσπαθήσουμε να δούμε τα πράγματα από την πλευρά των άλλων και να αναρωτηθούμε πώς αισθάνονται όταν τους αμφισβητούμε ή τους επιτιθέμεθα[8]. Να φανταστούμε πώς θα αισθανόμασταν εμείς αν ήμασταν στη θέση τους και διαρκώς κάποιος μας έκανε να νιώθουμε ανάξιοι της εμπιστοσύνης του.

Κι, ακόμα, θα χρειαστεί να παραιτηθούμε από την ιδέα ότι έχουμε ιδιαίτερα δικαιώματα έναντι των άλλων ή ότι δικαιούμαστε ειδική μεταχείριση[9].

Η πρόκληση είναι αν αντέχουμε να μην είμαστε το κέντρο του κόσμου. Αν αντέχουμε να μην είμαστε τόσο σημαντικοί για τους άλλους όσο θα επιθυμούσαμε ή φαντασιωνόμαστε ότι είμαστε.

Ο τελικός στόχος είναι να αντικρίσουμε μια περισσότερο διευρυμένη και, συγχρόνως, ρεαλιστικότερη θεώρηση του εαυτού μας ως κάποιου εν δυνάμει ευάλωτου ή κάποιου που διατρέχει πιθανούς «κινδύνους» ακριβώς όπως όλοι οι υπόλοιποι άνθρωποι[10].

Ενισχύουμε την αυτοεκτίμησή μας

Το βασικότερο μέλημά μας πρέπει να είναι η ενίσχυση της αυτοεκτίμησής μας[11], γιατί δεν υπάρχει άνθρωπος που δεν εκτιμά και δεν εμπιστεύεται τον εαυτό του, που να μπορεί να εμπιστευτεί τους άλλους.

Όσο αυξάνεται η πίστη στον εαυτό μας, τόσο λιγότερο απειλητικοί μας φαίνονται οι άλλοι και τόσο μικρότερη ανάγκη έχουμε να τους ελέγχουμε. Η αυτονομία τους παύει να γίνεται αντιληπτή ως ένδειξη της πρόθεσής τους να μας προδώσουν. Η επιθυμία τους να σκέφτονται διαφορετικά ή να κάνουν αυτό που θεωρούν καλύτερο για τους ίδιους, παύει να ερμηνεύεται ως ένδειξη ότι είναι «κακοί».

Με ανάλογο τρόπο, η ενίσχυση της αυτοεκτίμησης βοηθά να συνειδητοποιήσουμε ότι αυτές που αντιλαμβανόμαστε ως δικές μας «κακές» πτυχές, είναι απλώς συνηθισμένες ανθρώπινες ιδιότητες και δεν κινδυνεύουμε να τιμωρηθούμε γι’ αυτές[12].

Τέλος, αν νιώθουμε περισσότερο ασφαλείς με τον εαυτό μας, έχουμε μεγαλύτερη ανοχή στην αμφιθυμία, ιδίως των συναισθημάτων των άλλων προς εμάς. Δεν τρέφουμε την ψευδαίσθηση ότι, αν οι άνθρωποι γύρω μας ήταν αρκετά αφοσιωμένοι και μας σέβονταν, θα συμφωνούσαν σε όλα και θα έκαναν αυτομάτως τα πάντα με τον δικό μας τρόπο[13].

Καταλαβαίνουμε το προφανές: το να είναι κάποιος ο εαυτός του, δεν είναι έλλειψη πίστης, είναι φυσιολογικό.

Αναλαμβάνουμε την ευθύνη όσων αισθανόμαστε

Είναι σημαντικό να αποτινάξουμε από πάνω μας την περιοριστική ταυτότητα του θύματος και να αναλάβουμε την ευθύνη του εαυτού μας – ακόμα και της «παρανοϊκής» πλευράς του.

Αυτό σημαίνει να σταματήσουμε να καθιστούμε τους άλλους υπόλογους για τα δικά μας συναισθήματα και να αποδεχόμαστε τις συνέπειες των όποιων πράξεών μας χωρίς να κατηγορούμε τους άλλους για τις δικές μας αστοχίες.

Όσο βολικοί και να είναι οι εξωτερικοί «εχθροί», πρέπει να καταλάβουμε ότι κάποιες φορές είμαστε απλώς «άτυχοι», κάποιες άλλες «αποτυγχάνουμε» ή αποδεικνυόμαστε «ανεπαρκείς» και, τις περισσότερες φορές, τα πράγματα που μπορούμε πραγματικά να ελέγξουμε είναι ελάχιστα.

«Συγχωρούμε» τις προδοσίες που δεν είναι προδοσίες

Το να καταφέρουμε να «συγχωρήσουμε» όσα αντιλαμβανόμαστε ως ασυγχώρητες προδοσίες, μπορεί να είναι απελευθερωτικό.

Κάποιες φορές, μάλιστα, ίσως επιβάλλεται να συγχωρήσουμε και να ξεχάσουμε, γιατί οι εμμονικές «παρανοϊκές» αναμνήσεις είναι ικανές να μετατρέψουν τις όποιες προσβολές και αβλεψίες σε προδοσίες και εξευτελισμούς, με αποτέλεσμα να γιγαντώνονται στο μυαλό μας και να γίνονται όλο και περισσότερο επώδυνες[14].

Κάνουμε χρήση της θεραπευτικής δύναμης της σχέσης

Ένας άνθρωπος διατεθειμένος να συνδεθεί μαζί μας αυθεντικά, ο οποίος μας εμπιστεύεται και διεκδικεί την εμπιστοσύνη μας, παρά τη δική μας δυσπιστία και καχυποψία, μπορεί να μας κάνει σταδιακά να ανακαλύψουμε την ικανότητα και επιθυμία μας να εμπιστευτούμε.

Η επίδραση της εμπιστοσύνης είναι ανταποδοτική[15]. Όταν αισθανόμαστε ότι κάποιος μας εμπιστεύεται, τείνουμε να αυξάνουμε και τη δική μας εμπιστοσύνη[16] και έτσι δημιουργείται ένας θετικά ανατροφοδοτούμενος κύκλος εμπιστοσύνης.

Μια σχέση εμπιστοσύνης, είτε φιλική, είτε συντροφική είτε θεραπευτική, πραγματικά μπορεί να διευκολύνει την αλλαγή μας, αλλά μόνο υπό την προϋπόθεση ότι θα δώσουμε στη σχέση και τον άλλο μια ευκαιρία – δηλαδή μόνο εφόσον κάνουμε οι ίδιοι το πρώτο βήμα προς περισσότερη εμπιστοσύνη.

Ακούγεται παράδοξο, αλλά, κάποιες φορές χρειάζεται να ζήσουμε με δανεική εμπιστοσύνη για ένα διάστημα, πριν μπορέσουμε να καλλιεργήσουμε τη δική μας.

VIVI 3

ΑΘΩΟΙ ΜΕΧΡΙ ΑΠΟΔΕΙΞΕΩΣ ΤΟΥ ΕΝΑΝΤΙΟΥ

Επανατοποθέτηση ως προς την έννοια της εμπιστοσύνης

Το ζητούμενο δεν είναι να φτάσουμε στο άλλο άκρο και να εμπιστευόμαστε τυφλά τους πάντες, αλλά να οικοδομήσουμε μια νέα αντίληψη για την εμπιστοσύνη που δεν θα προκαλεί φόβο.

Μια εμπιστοσύνη με έδρα κυρίως το μυαλό και τις αποφάσεις μας και όχι τις πράξεις των ανθρώπων γύρω μας[17]. Που δεν αναγκάζει τους άλλους να περιορίζουν την ελευθερία τους ή να πηγαίνουν κόντρα στις επιθυμίες και αξίες τους προκειμένου να αποδείξουν ότι είναι άξιοι εμπιστοσύνης, και που δεν αποτελεί κάποιου είδους ανταμοιβή ή έπαθλο το οποίο οι άλλοι θα πρέπει να κερδίζουν ξανά και ξανά.

Προφανώς, πρόκειται για μια εμπιστοσύνη χωρίς εγγυήσεις, αλλά παρ’ όλη την αποστροφή μας για το ρίσκο, τολμούμε να την επιδείξουμε, όχι μόνο επειδή αναγνωρίζουμε την αλληλεξάρτησή μας με τους άλλους[18], αλλά και γιατί προσδοκούμε ότι τα ενδεχόμενα οφέλη αυτής της επιλογής θα υπερβαίνουν τις ενδεχόμενες απώλειες[19].

Η διαφορά είναι ότι μπορούμε να είμαστε περισσότερο ανοιχτοί σε όσα συμβαίνουν την κάθε στιγμή, χωρίς να σπαταλάμε την ενέργειά μας περιμένοντας να συμβεί το «κακό» ώστε να αντεπιτεθούμε, χωρίς να δημιουργούμε δράματα στο μυαλό μας σχετικά με το τι δεν συμβαίνει και χωρίς να εξαντλούμαστε προσπαθώντας να προβλέψουμε τα «άσχημα» που θα συμβούν.

Η «νέα» αντίληψη για την εμπιστοσύνη δεν είναι μια μεταμφιεσμένη άγνοια κινδύνου, ούτε στηρίζεται στην ευχή ότι πάντοτε θα συμβαίνει το «σωστό» – είναι απλώς η πίστη και βεβαιότητα ότι αν βρεθούμε μπροστά στο «λάθος» θα μπορέσουμε να το διαχειριστούμε.

Επανατοποθέτηση ως προς την κοσμοθεωρία μας

Η θεώρησή μας για τον κόσμο συνδέεται άμεσα με τα θέματα της εμπιστοσύνης.

Άλλη στάση έχουμε απέναντι στη ζωή και την εμπιστοσύνη αν πιστεύουμε ότι οι άνθρωποι μπορούν να είναι μόνο «καλοί» ή μόνο «κακοί» και τελείως άλλη αν πιστεύουμε ότι όλοι οι άνθρωποι μπορούν να είναι και «καλοί» και «κακοί» αναλόγως των στιγμών και των συνθηκών που αντιμετωπίζουν.

Η θεωρία που υιοθετούμε δεν έχει σχέση με «αντικειμενικές» αποδείξεις. Είναι, κυρίως, ζήτημα προσωπικής απόφασης και επιλογής και σχετίζεται με τον κόσμο που ο καθένας μας κατασκευάζει για να ζήσει και με το «είδος» του ανθρώπου που θέλει να είναι. Κι, ακόμα, έχει σχέση με το ποιες «αλήθειες» επιλέγει να πιστέψει κανείς και πίσω από ποιες ψευδαισθήσεις επιλέγει να κρυφτεί.

Σε επίπεδο κοινωνίας πάντως, λιγότερη «παράνοια» στη σκέψη και συμπεριφορά των ανθρώπων, θα σήμαινε οργάνωση της ζωής γύρω από το τεκμήριο της αθωότητας. Το κυρίαρχο μήνυμα δεν θα ήταν πλέον το «πρόσεξε τον διπλανό σου γιατί πρόκειται να σου τη φέρει», αλλά το «δείξε πρώτος εμπιστοσύνη μέχρι πραγματικά να έχεις λόγο να μην το κάνεις»[20].

Είναι δύσκολο στοίχημα, αλλά ίσως όχι ανέφικτο, το να έχουμε ορθάνοιχτα αυτιά και μάτια μπροστά στην «κακία» του κόσμου, την ίδια στιγμή που διατηρούμε μια βασική εμπιστοσύνη στον άνθρωπο.

ΝΑ ΘΥΜΑΣΤΕ

Αν σχετίζεστε με κάποιον που δυσκολεύεται να σας εμπιστευτεί, πιθανότατα αισθάνεστε ότι σχετίζεστε με ένα κακομαθημένο μωρό.

Σας κάνει την τιμή να (δείχνει ότι) σας εμπιστεύεται, αλλά «απαιτεί» να ικανοποιείτε τις ανάγκες του άμεσα και σας τιμωρεί αυστηρά αν δεν το κάνετε[21].

Η συνεχής κριτική του, οι απαιτήσεις του για δικαίωση ενώ δεν έχει αδικηθεί και οι εκδικητικές του τάσεις ενώ δεν έχει πληγεί[22], σας κάνουν να αισθάνεστε αποξενωμένοι και αβοήθητοι μέσα σε αυτή τη σχέση[23].

Χωρίς πρόθεση να σας παρηγορήσω, το πιθανότερο είναι ότι ενδιαφέρεται για εσάς, παρά τις διαστρεβλώσεις, τους ανταγωνισμούς και τους φόβους του. Το πρόβλημα δεν είναι τόσο η έλλειψη συναισθημάτων, όσο η αίσθηση προδοσίας που τον κυριεύει[24].

Το ερώτημα που πρέπει να κάνετε στον εαυτό σας είναι αν μπορείτε να τον αποδεχτείτε. Αν μπορείτε να συνυπάρξετε μαζί του ενώ εκείνος δεν εγκαταλείπει ποτέ τις άμυνες του και αν μπορείτε να συμφιλιωθείτε με την ιδέα ότι, δεδομένων των δυσκολιών που αντιμετωπίζει, κάνει το καλύτερο που μπορεί. Και, πάνω απ’ όλα, αν σας φτάνει το καλύτερο που μπορεί.

Το ερώτημα που δεν πρέπει ποτέ να κάνετε στον εαυτό σας είναι αν υπάρχει τρόπος να του αποδείξετε ότι αξίζετε την εμπιστοσύνη του. Γιατί αυτή είναι μια μάχη που δεν πρόκειται να κερδίσετε ποτέ μαζί του[25].

Όσο και να προσπαθείτε να τον πείσετε ότι νοιάζεστε ή ότι είστε διαφορετικοί από όλους τους υπόλοιπους, εκείνος πάντα θα έχει αμφιβολίες. Χώρια που προσπαθώντας να τον καθησυχάσετε ή επιβεβαιώσετε, το μόνο που καταφέρνετε είναι να του μαθαίνετε ότι η αμφισβήτηση είναι επιτρεπτή στη σχέση και μάλιστα ανταμείβεται με απαντήσεις και επίδειξη ενδιαφέροντος[26].

Να θυμάστε ότι ο άνθρωπος με τον οποίο σχετίζεστε, αντιμετωπίζει δυσκολίες με την εμπιστοσύνη και, παρόλο που είναι σαφής ένδειξη σεβασμού και ενδιαφέροντος το να λάβετε σοβαρά υπόψη σας τον πόνο του, η συμπεριφορά σας δεν μπορεί να διορθώσει το πρόβλημα[27].

Αν καταφέρετε να διατηρείτε σταθερά τα όρια σας, ενώ συγχρόνως δείχνετε αποδοχή και, ίσως, μια δόση χιούμορ ή αυτοσαρκασμού αν εκείνος το αντέχει, τότε είναι πιθανό να αισθανθεί περισσότερη ασφάλεια και να μετριαστούν κάπως οι φόβοι του, αλλά τίποτα από αυτά δεν μπορεί να τον «θεραπεύσει».

Το ζήτημα είναι αν αναγνωρίζει ότι το «πρόβλημα» είναι ο ίδιος και αν επιθυμεί να κάνει κάτι γι’ αυτό.

Για να μάθει να εμπιστεύεται, θα πρέπει να αναθεωρήσει την εικόνα που έχει για τον εαυτό του ως εν δυνάμει θύμα προδοσίας και την εικόνα που έχει για τους άλλους ως εν δυνάμει κακοποιητικούς.

Εν ολίγοις, θα πρέπει να αλλάξει τρόπο να υπάρχει με τους άλλους.

Βιβή Φατούρου, Ψυχολόγος & Σύμβουλος Ψυχικής Υγείας

Διαβάστε περισσότερα στο Ψυχολογώ: http://www.vivifatourou.gr/about